προαναγυμνάζω

προαναγυμνάζω
Α
εκγυμνάζω κάτι προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀνά + γυμνάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προαναγυμνάζειν — προαναγυμνάζω exercise before pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνάζω — (AM γυμνάζω) Ι. 1. εξασκώ κάποιον με σωματικές ασκήσεις, προπονώ 2. εξασκώ κάποιον σε κάτι, εκπαιδεύω 3. εθίζω κάποιον σε κάτι μσν. 1. κινώ ποινική δίωξη 2. ασκώ έφεση αρχ. 1. καταστρέφω, φθείρω 2. συζητώ λεπτομερώς κάτι II. (η μετοχή παθ. παρακμ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”